Ποιος φοβάται την cancelculture;
Αυτοδικία; Κουλτούρα του μίσους; Άμορφο μαζικό κίνημα ίσως; Μα η cancelculture δεν είναι καν κίνημα, δεν έχει ηγέτες ή ιεραρχία, δεν έχει ιδεολογία. Έχει όμως κάποια, έστω και πρόσκαιρα αποτελέσματα, σε επίπεδο λογοδοσίας ή ανάληψης δράσης (δείτε γνωστές αλυσίδες διανομής τροφίμων στην Ελλάδα και αλυσίδα παιχνιδιών και οικιακών ειδών). Επομένως τι είναι;
Η θετική και αρνητική όψη του νομίσματος
Αρχικά αυτό και μόνο το γεγονός, ότι δηλαδή δεν μπορεί να αποδόσει κανείς απτές ιδιότητες στην cancelculture, αρκεί για να τρομοκρατήσει. Είναι ιδιότητα του αγνώστου αυτή. Αφετέρου έχει και κάποιες θετικές επιρροές, ενώ την ίδια στιγμή αναδεικνύει τη δύναμη της κατανάλωσης.
Αρκεί να κοιτάξει κανείς τις στατιστικές σχετικά με τις καταναλωτικές συνήθειες και τα reviews.
Αυτή ως εδώ θα μπορούσε να είναι η θετική πλευρά.
Έχει όμως και αρνητική. Ενέχει την αδικία, αλλά και στοιχεία ρατσισμού. Οι άνθρωποι κρίνουν αγνώστους χωρίς να παραχωρούν τη δυνατότητα στους ‘κατηγορούμενους’ να απολογηθούν. «Σε τέτοιες περιπτώσεις τίποτα δε γίνεται ανώδυνα», «παράπλευρες απώλειες» θα πει κάποιος, που δεν έχει πέσει θύμα της.
Για κάποιον που διαβάζει ψύχραιμα τις καταστάσεις τα πράγματα είναι απλά: Ένα πράγμα είναι οι αρνητικές διαστάσεις ενός πράγματος, άλλο αν είναι αναγκαίο ή όχι. Η cancelculture είναι αναγκαία, αλλά οι ίδιοι που τη συντηρούν και τη δημιούργησαν, μπορούν να την απεκδύσουν από την αρνητική της υπόσταση. Για να γίνει κατανοητό αυτό, πρέπει να δει ποια υπήρξε η αφορμή για τη γένεσή της.
Η ανάγκη πίσω από τη γέννηση της νέας κουλτούρας
Κοιτάζοντας απ’ έξω κανείς την κατάσταση και βλέποντας, ότι υπάρχουν πολλά ονόματα που αποδίδονται σε αυτή την κουλτούρα ακύρωσης, διαπιστώνει ένα βασικό πράγμα: Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακουστούν, αλλά και να λογοδοτήσει κάποιος για τα κακώς κείμενα. Για να το προκαλέσουν αυτό χρησιμοποιούν τη μοναδική ιδιότητα, ισχυρότερη από αυτή του πολίτη: Την κατανάλωτική!
«Καταναλωτές είμαστε όλοι» είχε πει ο Κένεντι, όπως εξηγείται στη σχέση που έχουν οι καταναλωτές με τις αξιολογήσεις.
Όταν κλονίζεται η εμπιστοσύνη σε όλους σχεδόν τους θεσμούς, η αυτοδικία βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Ένας τρόπος περιορισμού της είναι τα αυταρχικότερα καθεστώτα. Ένας άλλος τρόπος όμως είναι να αποτελούν πιο ενεργά μέλη οι πολίτες. Για να συμβεί αυτό πρέπει να έμπρακτα κάποιος τους λαμβάνει υπόψη.
Το είδαμε κάποτε και στην Ελλάδα με τους Αγανακτισμένους, όπου άνθρωποι πήγαιναν άσχετα με την πολιτική τους τοποθέτηση και διαμαρτύρονταν στις πλατείες. Τότε άρχισαν οι συζητήσεις για πιθανή οργάνωση, ιεραρχία, πολιτική τοποθέτηση, εξ ου και ονοματοδοσίες τύπου «Κίνημα της πλατείας». Κι εκεί χάλασε η συνταγή. Όπως είπαμε πήγαιναν άνθρωποι διαφορετικών πολιτικών θέσεων. Όταν οι προτάσεις ταίριαζαν με τις πεποιθήσεις των μεν, διαφωνούσαν οι δε και τούμπαλιν.
Πέρασε και ξεχάστηκε. Ακριβώς λόγω των οικονομικών και κοινωνικών αδικιών, που συντελούνται, κάτι άλλο γεννήθηκε. Και πάντα έτσι θα συμβαίνει. Κάτι θα βρίσκουν οι άνθρωποι για να διεκδικούν το δίκιο τους. Στη συνέχεια εκείνοι, που κατανοούν τη δυναμική του κινήματος ή τελοσπάντων της ομάδας ή του γκρουπ, θα θέτουν «διασπαστικά» ερωτήματα. Οι ομάδες θα διαιρούνται, θα σπάνε. Αν όχι σαν αυτοδικία, ίσως ως άμορφα κινήματα, αυτές οι ομάδες θα επανεμφανίζονται με όλο αγριότερες διαθέσεις. Όπως προείπαμε, κάποιος πρέπει να λογοδοτεί. Οι θεσμοί ούτε το κάνουν ούτε (στις σύγχρονες κοινωνίες) ανταποκρίνονται στους ρόλους τους.
Τι σχέση έχουν cancelculture, συναίνεση και εκλογές;
Εναλλακτικά; Μήπως ζούμε σε μια πιο απολιτική εποχή; Οι ψηφοφόροι δεν εκφράζονται από την ιδεολογία των κομμάτων αλλά από το φόβο των μέτρων, που θα ληφθούν αν βγει ο ένας και αν βγει ο άλλος. Οι GenZers πάντως υποστηρίζουν συχνά, ότι θα προτιμούσαν να ψηφίσουν πρόσωπα και όχι άτομα.
Πριν χρόνια στα έδρανα των σχολών πολιτικών επιστημών και Επικοινωνίας και ΜΜΕ έλεγαν ζήτω η συναίνεση, ο διπολισμός πέθανε. Σε παγκόσμιο επίπεδο ίσως, στη χώρα μας όχι. Τι σχέση έχει η συναίνεση με την cancelculture και τις ελληνικές εκλογές;
Οι άνθρωποι απλώς χρειάζονται να τους λαμβάνουν υπόψη και οι πολιτικοί να λειτουργούν πραγματικά προς όφελός τους. Αντί να εστιάζουν λοιπόν σε όσα τους χωρίζουν (ταμπέλες, πολιτική) θα μπορούσαν να εστιάσουν σε όσα τους ενώνουν (υγεία, ασφάλιση, εργασία, παιδιά-όχι παιδεία). Τονίζεται η διαφορά, γιατί στα περιβόητα διαδικτυακά γκρουπ γονέων υπάρχει τεράστια ελαστικότητα. Κανείς δεν ασχολείται με πολιτική, απλώς με το τι είναι καλύτερο για τα παιδιά.
Το ίδιο συμβαίνει και στις ιστοσελίδες που οι άνθρωποι καταχωρούν κριτικές.
Σε αυτές τις ιστοσελίδες οι άνθρωποι έχουν έναν κοινό σκοπό: Να επαινέσουν τον σωστό επιχειρηματία ή μέσω της κόσμιας παρατήρησης να επισημάνουν πιθανά περιθώρια βελτίωσης. Στο τέλος όλοι κερδίζουν με κάποιον τρόπο: μαθαίνουν χρήσιμη πληροφορία και γλυτώνουν χρήματα, γνωρίζουν πιθανά σφάλματα, παίρνουν χρήσιμες συμβουλές. Το κοινό όφελος τους ενώνει και η σύμπνοια κυριαρχεί.
Cancelculture, call-out culture, accountability culture
Όποιο όνομα κι αν της δώσουμε, Cancelculture, call-out culture, accountability culture (η κουλτούρα της λογοδοσίας, να δίνει κάποιος λόγο για τις πράξεις/ αποφάσεις), μία είναι η ουσία: Υπάρχει η ανάγκη να εισακούεται η πλειονότητα των ανθρώπων, αφετέρου όσοι αδικούν να λογοδοτούν και να αλλάζουν. Ναι, η cancelculture δε λειτουργεί δημοκρατικά, όταν καταδικάζει χωρίς να αφήνει το παραμικρό περιθώριο να δοθούν εξηγήσεις.
Ας την απορρίψουμε, αλλά θάβοντάς τη δε σημαίνει, ότι θάβουμε και την υπαρκτή ανάγκη των ανθρώπων για λογοδοσία και μια αληθινή επιρροή πάνω στα πράγματα.
Πηγή φωτογραφίας άρθρου: Designed by Freepik